kinaidos

kinaidos

Σελίδες

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Πως έγινε η πρώτη μου φορά (μέρος πρώτο)




Η ιστορία στάλθηκε σήμερα από τον Θωμά.



 Με τον Βασίλη ήμασταν φίλοι αρκετό καιρό, από το Λύκειο, και η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να περάσουμε στην ίδια σχολή και στην ίδια πόλη και να βρεθούμε συγκάτοικοι στο ίδιο διαμέρισμα. Η συγκατοίκησή μας υποσχόταν όλα τα πλεονεκτήματα μια παλιάς γνωριμίας μεταξύ δύο κολλητών: ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον κι έτσι η συμβίωση δεν θα χρειαζόταν  να περάσει ούτε από κάποιον χρόνο προσαρμογής ούτε και από κάποιον χρόνο δοκιμασίας προκειμένουνα διαπιστωθεί η βάσει των χαρακτήρων μας εφικτότητά της. Εξ άλλου είχαμε συμβιώσει και στο παρελθόν, όχι βέβαια για μεγάλες περιόδους, κυρίως κάποια καλοκαίρια στο παραθαλάσσιο εξοχικό του Βασίλη, και τα είχαμε καταφέρει μια χαρά. Γνωρίζαμε καλά ο ένας τις συνήθεις του άλλου, τις προτιμήσεις του, τις ιδιοτροπίες του, αλλά συμμεριζόμασταν και κάποια κοινά ενδιαφέροντα και στο κάτω κάτω ήμασταν δύο παλιοί φίλοι σε μία ξένη πόλη, ποια άλλη συγκατοίκηση θα μπορούσε να φανεί προσφορότερη λύση; Τον πρώτο μήνα όλα έβαιναν αρμονικά.
Οι συνηθισμένες πρώτες μέρες της φοιτητικής ζωής, ανοιχτές σε γνωριμίες και γεμάτες περιέργεια αλλά και διάθεση για ελεύθερη ζωή. Στο μεταξύ ο Βασίλης, όπως μου είχε εξομολογηθεί αλλά και όπως είχα καταλάβει και μόνος μου, πολιορκούσε μια κοπέλα από την σχολή, εξαιρετικά όμορφη, την Δήμητρα. Ψηλή, μελαχροινή, με γαλανά μάτια, στήθη σχεδόν σφαιρικά σε μέγεθος μικρών πεπονιών που διαγράφονταν κάτω από τα κολλητά της ρούχα αρκετά σφιχτά, στητά και σφριγηλά όπως και οι τέλεια τορνευτοί ημισφαιρικοί γλουτοί της. Αυτοί οι τελευταίοι τονίζονταν ιδιαίτερα κάτω από τα κολλάν που συνήθιζε να φοράει ή ακόμη πιο όμορφα κάτω από τα εφαρμοστά τζην, τα ξεθωριασμένα ακριβώς στα σημεία των γλουτών που νόμιζες πως τρίβονταν μεταξύ τους καθώς περπατούσε εκτινάσσοντας στα ύψη τις τιμές της τεστοστερόνης μου και αναγκάζοντάς με πολλές φορές να προσπαθώ να καλύψω όσο πιο εύσχημα μπορούσα τις αδιάκριτα συχνές στύσεις μου κάτω από το εξόγκωμα του δικού μου τζην. Με λίγα λόγια ήμουν κι εγώ απελπιστικά ερωτευμένος με την αιθέρια αυτή ύπαρξη, μόνο που βρισκόμουν στην δυσάρεστη θέση να έρχομαι δεύτερος, καθ’ ότι ο Βασίλης εξομολογούμενος τον έρωτά του σε μένα ουσιαστικά ακύρωνε την οποιαδήποτε προσπάθειά μου να προσεγγίσω το θεσπέσιο αυτό πλάσμα με τρόπο που δεν θα πλήγωνε ανεπανόρθωτα, και δικαιολογημένα,  την πολύχρονη φιλία μας. Εξ άλλου ήταν φανερό ακόμη και με βιαστική κι επιπόλαια ματιά πως ο φίλος μου υπερτερούσε κατά πολύ εναντί μου σε προσόντα και θέλγητρα. Πρώτα πρώτα ήταν ψηλότερος από μένα, αρκετά πιο γυμνασμένος (όταν φορούσε, επίτηδες φυσικά, εφαρμοστά μπλουζάκια η γράμμωσή του διαγράφονταν κάτω από το λεπτό ύφασμα), είχε ένα νόστιμο μελαχροινό πρόσωπο κι ένα χαμόγελο που αιχμαλώτιζε αμέσως τις γυναίκες. Έπειτα διέθετε αυτοκίνητο, ενώ εγώ δεν ήξερα καν να οδηγάω. Όλα αυτά  χάριζαν σε εκείνον ένα άνετο προβάδισμα και σε μένα μια ολοένα και αυξανόμενη απελπιστική διάθεση. Μπορείτε να φανταστείτε πώς αισθανόμουν κάθε φορά που ζητούσε την γνώμη μου και την συμβουλή μου σχετικά με το τι θα έπρεπε να φορέσει ή να μη φορέσει, να πει ή να μη πει, να δείξει ή να μη δείξει, προκειμένου να προσελκύσει το βλέμμα και το ενδιαφέρον της Δήμητρας. Εγώ πάλι ένοιωθα κυριολεκτικά διχασμένος: από την μια ο αγιάτρευτος έρωτάς μου για την ίδια κοπέλα και από την άλλη η ειλικρινής αγάπη για τον φίλο μου. Αν φανέρωνα έστω και λίγο, όχι την δυσφορία μου, μα και την απλή ενόχλησή μου για όλη αυτήν την κατάσταση θα έδειχνα ότι τον φθονούσα, ότι τον ζήλευα, όχι επειδή ήμουν κι εγώ ερωτευμένος μαζί της, αλλά ίσως επειδή αυτός είχε βρει κάποια που του κίνησε το ενδιαφέρον κι εγώ έμενα πίσω. Έτσι δεν μου είχε απομείνει άλλη επιλογή από το να υποφέρω βουβά και να υπομένω το μαρτύριό μου σιωπηλός. Εν τω μεταξύ ο πολιορκητικός κλοιός του Βασίλη γύρω από την Δήμητρα μέρα τη μέρα στένευε επικίνδυνα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχα αρχίσει ήδη να διακρίνω τα πρώτα θετικά σημάδια ανταπόκρισης εκ μέρους της. Όλο κάτι ραντεβουδάκια, κάτι ξεμοναχιάσματα, κάτι τετ α τετ τρυφερά εσταντανέ με αυτόν και αυτήν μόνους στο ίδιο τραπέζι του κυλικείου της σχολής, και άλλα τέτοια. Άρχισαν να κάθονται και δίπλα δίπλα στα μαθήματα χωρίς εγώ φυσικά να μπορώ να καθήσω δίπλα στον Βασίλη όπως τις πρώτες μέρες, θα ήταν σαν να του κάνω απροκάλυπτη χαλάστρα, αφού γνώριζα καλύτερα από κάθε άλλον τον σκοπό του. Μα και οι υπόλοιποι –όσους είχαμε προλάβει να γνωρίσει εκείνο τον πρώτο καιρό στην σχολή- δεν έτρωγαν φυσικά κουτόχορτο. Πάνω κάτω κάτι είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν και ψυλλιάζονταν για πού το πήγαινε ο Βασίλης. Εμένα πάλι με έτρωγαν οι αμφιβολίες. «Όλα δείχνουν ότι τον θέλει και αυτή, δες πώς τον κοιτάζει τώρα, πρόσεξε πώς του μιλάει, σχεδόν τρίβεται πάνω του, παρατήρησε τι φόρεσε σήμερα που ήξερε ότι θα καθήσει δίπλα της», όλο κάτι τέτοιες σκέψεις με βασάνιζαν, μα από την άλλη μέσα μου υπήρχε και ο αντίλογος, που δεν ήμουν σε θέση να ξεχωρίσω αν επρόκειτο για μια ασυναίσθητη προσπάθεια να αυτοπαρηγορηθώ ή για μια ένταση τελείως εύλογη και φυσιολογική: «Κι αν όλη αυτή η εντύπωση που μου δίνει η συμπεριφορά της, ότι δηλαδή τον θέλει, δεν είναι παρά μόνο η τρέλλα και η ζήλεια του ερωτευμένου που βλέπει παντού εχθρούς;». Και πότε έκλινα προς την μία εκδοχή, πότε προς την άλλη βασανίζοντας έτσι με νύχτες και νύχτες αϋπνίας τον δύστυχο εαυτό μου. Αλλά οι αμφιβολίες δεν έμμελε να κρατήσουν για πολύ ακόμη. Ένα Σάββατο βράδυ ο Βασίλης ντύθηκε, στολίστηκε, έβαλε την πιο κολλητή κι εφαρμοστή μπλούζα που βρήκε μέσα στην ντουλάπα του, ένα όμορφο τζην παντελόνι που τόνιζε τους γυμνασμένους μηρούς του, το πιο καλό και κάτασπρο ζευγάρι ολοκαίνουργια αθλητικά παππούτσια, περιποιήθηκε την αξυρισιά του, ραντίστηκε με μισό μπουκάλι κολώνια και τσουπ ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, ανάμεσα σε μένα και στην τηλεόραση. «Εσύ δεν θα βγεις;» με ρώτησε σχεδόν αδιάφορα, έτσι για να βγει από την υποχρέωση και για να ξεκινήσει την κουβέντα. «Μπα, δεν έχω όρεξη» απάντησα με τις λέξεις μου μασημένες. «Καλά», μου λέει, «ευχήσου μου τότε καλή τύχη». «Καλή τύχη για ποιο πράγμα;» απόρησα. «Σήμερα θα κριθούν όλα» μου απαντά. «Θα τα ρίξω στην Δήμητρα χωρίς πολλές περιστροφές». Προσπάθησα να κρύψω την ταρχή μου. Νομίζω πως τα κατάφερα αρκετά καλά. Ωστόσο πέρσαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να μπορέσω να αρθρώσω μια απάντηση: «Α, ε τότε καλή τύχη».  «Να ξέρεις», ξαναπήρε εκείνος τον λόγο, «η Δήμητρα μένει με την μεγάλη της αδερφή. Οπότε αν παιχτεί καμιά φάση απόψε» (σε αυτό το σημείο μου έκλεισε πονηρά και συνωμοτικά το μάτι) «μάλλον θα παιχτεί εδώ. Δεν πιστεύω να σε ενοχλεί, εξ άλλου εκείνη την ώρα εσύ μάλλον θα κοιμάσαι του καλού καιρού στο δωμάτιό σου». Τα δωμάτιά μας ήταν πλαι πλάι και το μόνο που τα χώριζε ήταν ένας κάπως λεπτός τοίχος, έτσι που η πάνω πλευρά του κρεβατιού μου θα ακουμπούσε την πάνω πλευρά του δικού του κρεβατιού αν αυτός ο τοίχος απουσίαζε. Του είπα ότι εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα κι ότι φυσικά στο δωμάτιό του ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε. Ύστερα εκείνος έφυγε, κάπως αγχωμένος βέβαια, αλλά αρκετά αισιόδοξος. Οι επόμενες ώρες κύλησαν χωρίς να συμβεί κάτι ιδιαίτερο, εγώ συνέχισα να βλέπω τηλεόραση αν και το μυαλό μου πετούσε τελείως αλλού, αλλά παρά την νευρικότητά μου και την αγωνία μου η κόπωση μετά από τόσες νύχτες αϋπνίας είχε συσσωρευτεί για τα καλά σε δυο μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου κι έτσι δεν μπόρεσα να αντισταθώ περισσότερο στην νύστα. Όταν άρχισα πια να νιώθω τα βλέφαρά μου βαριά σαν σιδεριές έκλεισα βιαστικά την τηλεόραση και αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για ύπνο. Το επόμενο πρωί ξύπνησα σχετικά νωρίς. Βγήκα από το δωμάτιο ζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο κι αφού πλήθυκα πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω καφέ. Ο Βασίλης ήταν ήδη εκεί κι έφτιαχνε κι αυτός καφέ. Μόλις τον είδα όπως ήταν λογικό θέλησα να μάθω τι είχε συμβεί επιτέλους χθες το βράδυ. «Σκάσε, μαλάκα, μη φωνάζεις», μου απάντησε, «η Δήμητρα είναι μέσα στο δωμάτιο». «Μέσα στο δωμάτιο;» έκανα εγώ έκλπηκτος αν και όσο πιθο ψιθυριστά μπορούσα. «Ναι» μου λέει μ’ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. «Δηλαδή;». «Τι δηλαδή ρε; Όλα πήγαν πολύ καλά! Όλη νύχτα το γλεντούσαμε, δεν μας άκουσες καθόλου;». Πήρα ένα βλέμμα μεγάλης απορίας και έκπληξης. «Σοβαρά;». «Εσύ τι λες ρε φίλε; Ότι σου κάνω πλάκα; Καλά τόσο βαριά κοιμόσουν;». Τότε μόνο παρατήρησα ότι πάνω στο τραπέζι είχε απλώσει δυο φλυτζάνια για να τα γεμίσει με καφέ, κι όχι ένα. «Καλά, μιλάμε» συνέχισε ψιθυρίζοντας, «η γκόμενα είναι θεά! Δεν παίζεται! Φωτιά!». «Ναι ε;» έκανα κάπως αμήχανα μη έχοντας κάτι καλύτερο να απαντήσω. Μου έκανε μια χαρακτηριστική χειρονομία κουνώντας την σφιγμένη γροθιά μπροστά στο ανοιχτό του στόμα. «Η καλύτερη πίπα που μου έχουν κάνει ποτέ» είπε και μου έκλεισε το μάτι. «Όσο για το άλλο», πρόσθεσε κατεβάζοντας το μεσαίο του δάχτυλο και κουνώντας το χέρι του από τον καρπό και κάτω «μούναρος σωστός». Μου ‘δωσε μια αγκωνιά γελώντας και συμπλήρωσε μιλώντας στο αφτί μου: «Απόψε θα της ζητήσω και κώλο, έχει μια τρυπούλα κάτσε καλά, μάλλον αγάμητη θα είναι από πίσω. Θα πέσει καλό φυστίκωμα, η γκόμενα δεν έχει κολλήματα!». Δεν ήξερα τι να πω. Ζήλευα τρομερά που ο καλύτερός μου φίλος απολάμβανε την συγκεκριμένη γκόμενα κι έβριζα μέσα μου τον εαυτό μου που δεν είχα τολμήσει να κάνω εγώ το πρώτο βήμα, πού να ήξερα ότι ήταν τόσο εύκολη; «Έχει και κάτι βυζάρες, κάτι κεχριμπαρένιες ρώγες», συνέχισε εκείνος «άλλο πράγμα. Πρέπει να έχυσα τρεις φορές στα στήθη της. Πάντως απορώ που δεν άκουσες τίποτε, η γκόμενα ούρλιαζε σαν σκύλα, απόψε άμα της ξεσκίσω την κωλοτρυπίδα θα ξεσηκώσει όλη την γειτονιά». Άδειασε τον καφέ στα δυο ποτήρια και βγήκε από την κουζίνα. Γύρισε και μου είπε με σιγανή φωνή: Μπαίνω τώρα μέσα να της δώσω τον καφέ, εσύ κοίτα να είσαι ευγενικός μαζί της. Να μη τα πολυλογώ, εκείνη την ημέρα στην Σχολή πήγα μόνος, κάποια στιμή έσκσαν μύτη και ο Βασίλης με την Δήμητρα, για λίγο μόνο, κι ύστερα εξαφανίστηκαν πάλι. Το βράδυ κλείστηκα στο δωμάτιο μόνος, ο Βασίλης και η Δήμητρα θα έρχονταν μάλλον αργά. Διάβαζα ένα βιβλίο μα ο νους μου πετούσε αλλού, η ματιά μου πρέπει να έμενε καρφωμένη στην ίδια σελίδα για πάνω από ένα μισάωρο. Σε κάποια στιγμή άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην κλειδωνιά και ανάμεσα σε πνιχτά γυναικεία γελάκια την μπάσα φωνή του Βασίλη: «Μωρό μου θα το ξενυχτήσουμε και απόψε, έτσι δεν είναι; Έχω μεγάλα σχέδια για αυτήν την νύχτα». Έπειτα άκουσα ένα πονηρό γυναικείο γελάκι που σβήστηκε προφανώς από κάποιο φιλί. Τα χέρια του Βσίλη θα πρέπει να κινήθηκαν προς κάποια περιοχή περιορισμένης πρόσβασης γιατί άκουσα την Δήμητρα να λέει ναζιάρικα: «Όχι εδώ μωρό μου, πάμε μέσα στο δωμάτιο τουλάχιστον» , Μετά άκουσα μια ψευτοκραυγή δήθεν ξαφνιάσματος και δυσφορίας συνοδευμένη από το ίδιο ναζιάρικο γελάκι, οπότε και υπέθεσα πως ο ασυγκράτητος φίλος μου είχε σηκώσει στην αγκαλιά του την γκόμενα και βάδιζε ολοταχώς προς το δωμάτιό του. Πράγματι, το άνοιγμα, το κλείσιμο και το κλείδωμα της πόρτας του δωματίου του δεν άργησαν να ακουστούν και μόλις το τρίξιμο του κρεβατιού έφτασε στ΄αφτιά μου μαζί με το ίδιο πάντα κοριτσίστικο γελάκι (σημάδι ότι την είχε πετάξει  πάνω στο κρεβάτι αρκετά άτσαλα ώστε να γελάσει δήθεν παραπονιάρικα όχι όμως και τόσο ώστε να διαμαρτυρηθεί στα σοβαρά) τινάχτηκα ενστικτωδώς προς το πάνω μέρος του κρεβατιού μου κι ακούμπησα τ’ αφτί μου σαν βεντούζα στον λεπτό τοίχο. Απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα αυτό το τελευταίο δεν χρειαζόταν και τόσο γιατί ακουγόντουσαν τα πάντα, ακόμη και τα λόγια που αντάλλασσαν σε μέτρια ένταση – ο Βασίλης είχε δίκαιο: θα πρέπει να κοιμόμουν πολύ βαριά χθες το βράδυ για να μην ακούσω τίποτε. Τώρα άκουγα κάτι φερμουάρ να ανοίγουν και τα θροΐσματα των ρούχων που έβγαιναν. Θυμήθηκα αυτό που μου είχει πει ο Βασίλης το πρωί, ότι είχε σκοπό να της γαμήσει τον κώλο απόψε και από την μια μεριά φούντωνα από την καύλα, από την άλλη πάλι θέριευε μέσα μου η ζήλεια και η οργή. Και τότε, μέσα στην ταραχή και στην θολούρα μου μια ιδέα ξάστραψε σαν φλας στο μυαλό μου. Το μπαλκόνι των δύο δωματίων ήταν κοινό. Από τις πρώτες κιόλας μέρας της συγκατοίκησης είχαμε καταλάβει ότι τα δύο δωμάτια πρέπει αρχικά να χτίστηκαν ως ένα και μόνο και ο τοίχος προστέθηκε μετά, ίσως από τον σπιτονοικοκύρη για να το νοικιάζει σε φοιτητές ευκολότερα. Έτσι αν έβγαινα στο μπαλκόνι διακριτικά και αν ο Βασίλης δεν είχε τραβήξει τις ούτως ή άλλως σχετικά διάφανες κουρτίνες (απέναντί μας υπήρχε μια άδεια αλάνα και συχνά αφήναμε τις κουρτίνες ανοιχτές)  ίσως να μπορούσα να πάρω λίγο μάτι, κάτι που από την μια το ήθελα γιατί θα έβλεπα γυμνή την θεογκόμενα των ονείρων μου αλλά κι από την άλλη το φοβόμουν γιατί δεν ήξερα πώς θα ακριβώς θα αισθανόμουν όταν θα την έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια να γαμιέται από κάποιον άλλον –ακόμη κι όταν κάτι το γνωρίζεις αλλιώς το αντιμετωπίζεις από την στιγμή που το έχεις δει κιόλας. Τελικά αποφάσισα να αναλάβω το ρίσκο, λαμβάνοντας όλα τα μέτρα προκειμένου να μη γίνω αντιληπτός. Θα έβγαινα ξυπόλυτος, μόνο με τις κάλτσες και χωρίς να φοράω παντόφλες, έτσι που να μην ακούγονται τα βήματά μου. Από το δωμάτιο του Βασίλη ήδη έφταναν στα αυτιά μου κάτι μικρά βογκητά της Δήμητρας που με λίγωναν, κι από μια φρασούλα που είπε ανάμεσα σε εκείνους τους ηδυπαθείς αναστεναγμούς: «η γλώσσα σου με τρελαίνει» κατάλαβα ότι ήδη της έκανε γλειφομούνι. Ήταν λοιπόν η κατάλληλη στιγμή. Το κρεβάτι ήταν τοποθετημένο έτσι ώστε να όποιος έβλεπε μέσα από το παράθρο να το έβλεπε κατά μήκος του, ήταν δηλαδή τοποθετημένο παράλληλα προς το παράθυρο. Άρα αν η Δήμητρα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα κι ο Βασίλης είχε χωμένο το κεφάλι του ανάμεσα στα μπούτια της κανείς δεν θα μπορούσε να με πάρει χαμπάρι. Προχώρησα ήσυχα ήσυχα δυο βήματα μπροστά και με την άκρη του ματιού μου βεβαιώθηκα πως πράγματι οι κουρτίνες δεν ήταν τραβηγμένες. Επιπλέον το φως μέσα στο δωμάτιο ήταν ανοιχτό. Έκανα ακόμη μισό βήμα μπροστά κολλημένος στον τοίχο του μπαλκονιού κι ύστερα έστρεψα το κεφάλι μου μόνο στην τζαμαρία της μπαλκονόποτρας με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο στρατιωτικής μπάντας. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη η Δήμητρα με την λαχαταριστή κορμάρα της να καταλαμβάνει όλο το μήκος της έκτασης του στρώματος. Πράγματι, ο Βασίλης, κουλουριασμένος για να χωράει κι αυτός στο κρεαβάτι είχε το κεφάλι του χωμένο στο μουνί της και το έγλειφε στον ρυθμό που του έδινε εκείνη κρατώντας το κεφάλι του. Από το δικό του σώμα έτσι κουλουριασμένος που ήταν δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε, αλλά και δεν είχα λόγο να το κάνω. Κρίνοντας από τις γκριμάτσες απόλαυσης και ηδονής που κάθε τόσο έκανε η Δήμητρας με τους μυς του προσώπου της να συσπώνται ο φίλος μου θα πρέπει να έκανε εξαιρετικά θαυμάσια δουλειά. Δυστυχώς όμως, σε αντίθεση με την μεσοτοιχία μεταξύ των δύο δωματίων η μπαλκονόπορτα παρείχε τέλεια ηχομόνωση με αποτέλεσμα οποιαδήποτε προσπάθεια να ακούσω τα βογκητά της πήγαινε χαμένη. Τα μάντευα ωστόσο από τον τρόπο που έκλεινε τα μάτια της σμίγοντας τα φρύδια κι ανοίγοντας διάπλα το στόμα της. Την στιγμή που είχα γυρίσει να κοιτάξω σήκωνε τις ποδάρες της και τις τύλιγε γύρω από το κεφάλι του Βσίλη σφίγγοντάς το με αυτές σαν τανάλια. Η επίπεδη κοιλιά της τρανταζόνταν από σπασμούς ηδονής που κουνούσαν συνέχεια το πετράδι που κρέμονταν από τον αφαλό της ενώ τα σφριγηλά βυζιά της πάλλονταν σαν ζελέ με τις κεχριμπαρένιες ρώγες στις κορυφές τους να έχουν κυριολεκτικά πετρώσει. Σκεφτόμουν τις ρώγες εκείνες περιχυμένες με γενναίες δόσεις καυτού αντρικού σπέρματος που θα άρμεγε με τα λεπτά κρινοδάχτυλά της και πέθαινα από καύλα. Τώρα ο Βασίλης είχε απλώσει τις χερούκλες του πάνω στους μαστούς της χωρίς να μετακινήσει καθόλου το κεφάλι του από το μουνί της και χούφτωνε την σφιχτή μάζα τους πολαπλασιάζοντας τους μορφασμούς στο πρόσωπο της Δήμητρας μέχρι που εκείνη σήκωσε ψηλά τα πόδια της τέρμα πάνω και τέντωσε τα όμορφα δαχτυλάκια των πελμάτων που τρεμούλιαζαν από ηδονή.  Τα καλοχυμένα της μπούτια αποκαλύφθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο:  ένας ιδανικός διάδρομος προσγείωσης για κάθε ανδρικό χέρι. Ιδανικές καμπύλες χωρίς καθόλου περιττό όγκο, τόσο καμπύλα ώστε να διατηρούν την θυληκότητα και την ομορφιά τους παρέχοντας ίσα ίσα μόνο τα αναγκαία πιασίματα δίχως να φαίνοντα ή να είναι χοντρά. Γοφοί που θα μπορούσα να χαϊδεύω με τις ώρες, πολύ ανώτεροι και από αυτούς που έπλαθε η φαντασία μου όταν τους έβλεπε να διαγράφονται κάτω από τα εφαρμοστά της τζην. Σκέφτηκα πως πάνω σε τόση καύλα θα ήταν πολύ δύσκολο να του αρνηθεί τον κώλο της και πως η ολοκληρωτική παράδοση του οπίσθιου οχυρού της ήταν απλώς ζήτημα λεπτών. Έριξα μια τελευταία ματιά στο θεσπέσιο κι ευλύγιστο κορμί που τόσο ποθούσα, μια ματιά λαγνείας και συνάμα οδύνης, πριν ξαναγυρίσω το κεφάλι μου κι αρχίσω να κατευθύνομαι ξανά προς το δωμάτιό μου. Δεν είχε νόημα να συνεχίσω το μπανιστήρι. Εκτός του ότι δεν θα άντεχα να βλέπω την γυναίκα των ονείρων μου να στήνει κώλο στον φίλο μου κι εκτός του ότι φοβόμουν μη προδοθώ υπήρχε κι ένας ακόμη λόγος: δεν άντεχα τα επώδυνα αποτελέσματα της μοιραίας σύγκρισης: ο Βασίλης ήταν πολύ ανώτερος γαμιάς από μένα. Ποτέ καμία γκόμενα δεν τρανταζόνταν σύγκορμη όχι απλώς με το γλειφομούνι μου αλλά ούτε καν με το καλύτερο από τα γαμήσια μου έτσι όπως σπαρταρούσε η Δήμητρα παραδομένη στην γλώσσα του γαμιά της. Τέτοια απόλαυση ήμουν ανίκανος να της προσφέρω και μια γκόμενα τόσων καρατίων δεν ήταν ποτέ δυνατόν να συμβιβαστεί με τις δικές μου σεξουαλικές επιδόσεις. Κοντά μου ένα τέτοιο μουνί θα χαραμιζόταν. Σαν να οδηγούσα Φερράρι σε επαρχικαό χωματόδρομο με 10. Μια μόνο ματιά με έπεισε πως ο Βασίλης μπορούσε, ασφαλώς πολύ καλύτερα όχι μόνο από μένα αλλά και από πολλούς άλλους επίδοξους εραστές που περνιούνταν για παίδαροι, να εκμεταλλευτεί στο έπακρο και να αξιοποιήσει μέχρι και την τελευταία δυνατότητα απόλαυσης που του παρείχε ένας μούναρος  επιπέδου Δήμητρας. Μπήκα στο δωμάτιο ερεθισμένος, καυλωμένος και με ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού για το σώμα της Δήμητρας, που διέθετε σε τόσο αρμονικές αναλογίες τα πιο ποθητά προσόντα, και απογοήτευσης για το άτομό μου. Παράλληλα τότε άρχισα να συνειδητοποιώ με ολοένα και αυξανόμενη σιγουριά το πόσο περισσότερο μετρούσε ο Βασίλης σαν γκόμενος σε σύγκριση με εμένα. Στο μυαλό μου έρχονταν και ξανάρχονταν η εικόνα των μαστών της Δήμητρας που πάλλονταν σαν μάζες σφιχτού ζελέ κάτω από το αλαβάστρινο δέρμα της και σκεφτόμουν πως με τον ίδιο τρόπο θα πάλλονταν και τα κωλομέρια της καθώς ο Βασίλης θα τους έριχνε και κανένα ψιλό χαστουκάκι για να γίνουν ροδαλά ροδαλά ενώ θα την γάμαγε από πίσω κι εκείνη θα βογκούσε από ηδονή και καύλα υποταγμένη και παραδομένη ολοκληρωτικά στον ανδρισμό του. Ολοκληρωτικά, διότι αν μια γυναίκα σου δώσει κώλο τι άλλο μένει να σου δώσει; Όλα σου τα έχει δώσει και την έχεις πάρει με όσους τρόπους μπορεί να πάρει ένας άντρας μια γυναίκα. Τα πρώτα κοριτσίστικα ηδονικά βογκητά είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται από το δωμάτιο μεταφέροντας μια αίσθηση καύλας ανακετεμένης με πόνο. Προφανώς ο Βασίλης είχε αρχίσει την επιχείρηση εκπόρθησης του οχυρού «κώλος της Δήμητρας» κι εγώ μη θέλοντας και μην αντέχοντας να ακούω άλλο έτρεξα και κλειδώθηκα στο μπάνιο για να μαλακιστώ και να περάσω μερικά λεπτά χωρίς να ακούω τις βασανιστικά φιλήδονες κραυγές της μουνάρας του διπλανού δωματίου. Μαλακίστηκα αρκετές φορές φαντασιωνόμενος ότι γαμάω την Δήμητρα σε όλες τις πιθανές στάσεις και με όλους τους δυνατούς τρόπους: ότι την έχω βάλει κάτω ανάσκελα και την γαμάω ενώ τυλίγει τις ποδάρες της γύρω από την μέση μου και με κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο προστυχιά, ότι της γαμάω τον κώλο στα 4 δίνοντας φάπες στα σφιχτά καπούλια της, ότι έχω ξαπλάρει ανάσκελα κι εκείνη κάθεται πάνω στον πούτσο μου και γαμιέται μόνη της ενώ οι φούχτες μου γεμίζουν από την σάρκα των στητών της βυζιών, ότι της γαμάω το στόμα καθώς τα αρχίδια μου βαράνε ρυθμικά στο πηγούνι της μέχρι που εκείνη καταπίνει πρόθυμα το καυτό μου σπέρμα ρουφώντας μέχρι και την τελευταία σταγόνα και στραγγίζοντας με την γλώσσα της σχολαστικά την μουλιασμένη από τα σάλια της ψωλή μου. Βέβαια όλα αυτά συνέβαιναν μόνο στην φαντασία μου και η απελπιστική πραγματικότητα ήταν πως το δικό μου σπέρμα θα κατέληγε στον νεροχύτη την ίδια στιγμή που ο Βασίλης θα γέμιζε με το δικό του το έντερό της. Την φανταζόμουν πάλι να σκούζει σαν σκύλα με τον ψώλο του φίλου μου να την σουβλίζει κι αναρωτιόμουν πόσο δίκαιο είχαν όλοι όσοι κατά καιρούς υποστήριξαν ότι στο γαμήσι την περισσότερη απόλαυση την νιώθει η γυναίκα. Εν πάση περιπτώσει έτσι πέρασε και εκείνη η νύχτα, εγώ έμεινα στο μπάνιο κάμποση ώρα και όταν βγήκα δεν ακουγόταν πια τίποτε. Έπεσα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Την επόμενη βδομάδα ο Βασίλης περνούσε την ημέρα του περισσότερο στο σπίτι της Δήμητρας παρά στο δικό μας. Η αδερφή της έλειπε σε ένα ταξίδι κι έτσι είπαν να το γλεντήσουν για τα καλά. Ερχόταν μόνο πού και πού και δεν έλεγε και πολλά. Κι εγώ όμως απέφευγα να τον ρωτώ. Σιγά σιγά είχα αρχίσει να το παίρνω απόφαση ότι έτσι ήταν το γραφτό να γίνει και πως δεν είχα καμιά προοπτική με μια τέτοια γκόμενα που ακόμη και στην απίθανη περίπτωσι χωρισμού της με τον Βασίλη (ποια γκόμενα θα άφηνε τέτοιον πηδηχταρά;) ο πήχυς των σεξουαλικών της απαιτήσεων θα ήταν πια τόσο ανεβασμένος, ώστε σε καμία περίπτωση να μην έχω και την παραμικρή ελπίδα: ανεβασμένος πήχυς κατεβασμένα πόδια. Μια μέρα όμως χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν το σήκωσα ήταν ο Βασίλης. «Έλα ρε μαν, πού είσαι; Στο σπίτι της Δήμητρας;». «Ναι, θα είσαι εκεί το βράδυ;». «Γιατί ρωτάς;». «Θέλω να μιλήσουμε για κάτι». Ταράχτηκα κάπως. «Είναι τίποτε σοβαρώ;Να ανησυχώ;». «Να μην ανησυχείς καθόλου» μου είπε «είναι σοβαρό αλλά όχι με τον τρόπο που εννοείς». «Καλά, εσύ ξέρεις, του λέω. Θα βγω για ένα ποτάκι, αλλά θα γυρίσω νωρίς». «Κατά τι ώρα περίπου;». «Κατά τις 10». «Ωραία, θα τα πούμε στο σπίτι περίπου στις 10», μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Εμένα μου μπήκαν ψύλλοι στα αφτιά. Προσπαθούσα να θυμηθώ αν είχα μιλήσει σε κανέναν για την Δήμητρα, εννοώ πριν την καπαρώσει ο Βασίλης, γιατί μετά εννοείται πως δεν έκανα καν νύξη. Με την παρέα που βγήκα για ποτάκι ήμουν κάπως νευρικός και κοιτούσα συνέχεια το ρολόι. Πρέπει να το είχαν καταλάβει γιατί κι εγώ δεν φρόντισα να κρατήσω καθόλου τα προσχήματα. Όταν η ώρα πλησίαζε δέκα ψέλλισα μια δικαιολογία που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ και σηκώθηκα με την υπόσχεση ότι στην επόμενη συνάντησή μας θα είχα περισσότερο κέφι. Το σπίτι βρισκόταν σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια και δεν άργησα να φτάσω. Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα καθώς, μπαίνοντας μέσα, είδα τον Βασίλη να έχει ήδη φτάσει και να κάθεται στον καναπέ του «σαλονιού» (έτσι λέγαμε το υπόλοιπο σπίτι εκτός από τα δωμάτια και την κουζίνα, δηλαδή την σάλα με τον καναπέ και την τηλεόραση), με έκδηλη την νευρικότητα στις κινήσεις και στο πρόσωπό του. Παραξενεύτκα γιατί αντί να φοράει τις πυτζάμες καθόταν εκεί ντυμένος στην τρίχα: κολλητό μπλουζάκι που αναδείκνυε το γυμνασμένο του στήθος, το μπλε ξεθωριασμένο τζην του και τα άσπρα αθλητικά του παππούτσια. Μόλις με είδε μου έκανε νόημα να καθήσω. «Λοιπόν;» τον ρώτησα, «τι είναι αυτό που θέλεις να μου πεις;».  Η νευρικότητά του ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη. Ευτυχώς ο Βασίλης δεν ήταν καπνιστής, διαφορετικά δεν ξέρω κι εγώ πόσα τσιγάρα θα ήταν σβησμένα μέσα σ’ εκείνο το διακοσμητικό τασάκι που στόλιζε το τραπέζι και πόσο ντουμάνι θα θόλωνε τον αέρα του δωματίου. Με μια κίνηση του χεριού του έκλεισε την τηλεόραση από το τηλεκοντρόλ και γύρισε προς το μέρος μου. «Είσαι καλά;» με ρώτησε. «Μια χαρά» απάντησα κάπως έκπληκτος από την απρόσμενη ερώτηση «εσύ;». «Όχι και τόσο», μου απάντησε. «Γιατί;» θέλησα να μάθω. «Να», μου λέει, «είμαι ερωτευμένος». «Και το βρίσκεις κακό αυτό;» του είπα σε έντονο ύφος. «Νομίζω ότι τα πας περίφημα με την Δήμητρα». Έκανε ένα μορφασμό απροσδιορίστου σημασίας που κατέληξε σε μια αμφίσημη χειρονομία. «Τι θες να πεις;» τον ξαναρώτησα προσπαθώντας να καταλάβω. «Θέλω να πω» μου αποκρίθηκε «ότι το πρόσωπο με το οποίο είμαι ερωτευμένος δεν είναι η Δήμητρα». «Δεν είναι η Δήμητρα;» φώναξα γεμάτος απορία και έκπληξη. «Μα δεν καταλαβαίνω!». «Είναι απλό» είπε ξαναπαίρνοντας τον λόγο «είμαι τρελλός για ένα άλλο πρόσωπο που πίστευα πως θα καταφέρω να ξεπεράσω αν τα έφτιαχανα με την Δήμητρα, αλλά μετά από τόσο καιρό δεν έχω καταφέρει τίποτε, εξακολουθώ να είμαι κολλημένος με εκείνο το άλλο πρόσωπο». Έρριξε όλο το βάρος του στην πλάτη του καναπέ σαν να είχε ξαλαφρώσει κάπως με αυτήντην εξομολόγηση. Εγώ ένιωθα δικπλά κεραυνοβολημένος. Πρώτα γιατί έβλεπα ν’ανοίγεται ξαφνικά μπροστά μου ορθάνοιχτος ο δρόμος για την Δήμητρα. Και δεύτερον γιατί μου φαινόταν ενετλώς εκτός πραγματικότητας το γεγονός ότι μια γκόμενα της κλάσεως της Δήμητρας θα μπορούσε ποτέ να διαδρματίσει τον ρόλο της ρεζέρβας. Πάντως δεν μου φαινόταν ως η καταλληλότερη στιγμή να μιλήσω στον Βασίλη για τον δικό μου έρωτα προς την Δήμητρα. «Και το άλλο πρόσπωπο ξέρει;» ρώτησα τον Βασίλη. Έγνεψε αρνητικά. «Μα γιατί δεν κάνεις κάτι; Γιατί δεν του μιλάς;» επέμεινα. «Δεν είναι και τόσο απλό» είπε ξεφυσώντας. «Όμως αν δεν το κάνεις τώρα εσύ, αν εσύ δεν μιλήσεις» συνέχισα «θα βρεθεί κάποιος άλλος να το κάνει και τότε ίσως να είναι αργά». «Άκου» μου κάνει, «θα μιλήσω». «Ωραία» του λέω. «Θα ήθελα πολύ να βοηθήσω, αν γίνεται. Καταρχάς ποιο είναι αυτό το άλλο πρόσωπο; Μπορώ να μάθω;». Έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του λες και πλενόταν με κάποιο αόρατο νερό. «Είναι» άρχισε να λέει κομπιάζοντας «ένα πρόσωπο που μονοπωλει τις ερωτικές φαντασιώσεις μου. Κάθε στιγμή, κάθε ώρα, ακόμη κι όταν πηδάω την Δήμητρα ή την γλείφω ή της δίνω τσιμπούκι ή την χύνω μόνο κείνο το άλλο πρόσωπο έχω συνέχεια στο μυαλό μου και μόνο σε εκείνο το άλλο πρόσωπο φαντάζομαι ότι τα κάνω όλα αυτά. Είναι τρομερό!». Ήταν σε υπερένταση. «Χαλάρωσε» του λέω «θες να μου πεις για ποια μιλάμε;». Έβγαλε ακόμη έναν αναστεναγμό, δυνατότερο αυτήν την φορά και πλησιάσε ακόμη περισσότερο προς το μέρος μου σαν να για να μην ακούσουν, κι εγώ δεν ξέρω ποιοι, αυτό που θα μου έλεγε και γω έσκυψα επίσης προς το μέρος του. «Θα σου πω» μου είπε «αλλά υποσχέσου μου ότι θα κρατήσεις την ψυχραιμία σου». «Εντάξει, σου το υπόσχομαι». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εσένα θέλω» μου ψιθύρισε τελικά. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων με χτύπησε κεραυνός. Τραβήχτηκα απότομα προς τα πίσω σοκαρισμένος και μόλις και μετά βίας κατάφερα να κρύψω ένα επιφώνημα αποτροπιασμού. «Τι εννοείς;» κατάφερα να ψελλίσω τραυλίζοντας. «Αυτό που είπα, σε θέλω κολασμένα. Τα έφτιαξα με την Δήμητρα για να σβήσω αυτόν τον παράλογο πόθο μου, μα δεν κατάφερα τίποτε. Σε σκέφτομαι συνέχεια. Ακόμη κι όταν έκανα έρωτα στην Δήμητρα σκεφτόμουν εσένα. Είναι μαρτύριο. Να σε΄έχω τόσο κοντά μου και να μη μπορώ να σε αγγίξω». «Βασίλη, από πότε το νιώθεις αυτό;» ρώτησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, κάτι που είχα υποσχεθεί. «Θα είναι κανένας χρόνος. Θυμάσαι στην πενθήμερη εκδρομή με το σχολείο, που ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο και κάποια στιγμή βγήκες από το μπάνιο φορώντας μόνο το μποξεράκι σου; Νομίζω από τότε. Από κείνη την ώρα λαχταρώ όσο τίποτε να σφίξω στην αγκαλιά μου το κορμί σου και να σβήσω πάνω του τους πόθους μου» Δεν ήξερα τι να πω.  Βρισκόμουν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Και τελικά είπα αυτό ακριβώς: «Βασίλη, όπως καταλαβαίνεις βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση». «Το ξέρω ρε φίλε, νομίζεις για μένα είναι εύκολο; Ξέρεις πόσο καιρό έκανα για να αποδεχθώ μέσα μου αυτό το γεγονός;». «Δηλαδή τώρα σοβαρά με γουστάρεις;» τον ρώτησα. «Όσο τίποτε» βόγκηξε περισσότερο, παρά μίλησε. «Όσο δεν πόθησα ποτέ καμία γκόμενα». «Όμως εγώ», πήρα πάλι τον λόγο «δεν είμαι γκόμενα, δεν είμαι θηλυπρεπής, δεν είμαι καν γκέι». «Ούτε εγώ είμαι» είπε. «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ποθήσω τόσο πολύ και τόσο κολασμένα και τόσο απελπισμένα μια αρσενική γκόμενα». «Μα δεν είμαι γκόμενα!» ξανάπα ενοχλημένος. «Εγώ όμως έτσι σε βλέπω και δεν μπορώ πια να σε δω αλλιώς. Σαν γκόμενα. Αρσενική βέβαια. Δεν εννοώ ότι είσαι θηλυπρεπής, εννοώ ότι θέλω να σου κάνω ό,τι κάνει ένα αγόρι στο κορίτσι του. Όπως ένας άντρας υποτάσσει σεξουαλικά το θηλυκό έτσι θέλω κι εγώ να δαμάσω εσένα. Σεξουαλικά θέλω να πω, φυσικά και δεν εννοώ ότι είσαι κουνιστός. Και αυτή η ιδέα με καυλώνει πιο πολύ από οποιαδήποτε φαντασίωση με γκόμενα θηλυκιά. Η θηλυκιά το έχει στην φύση της να υποτάσσεται σεξουαλικά, να παραδίδεται στον γαμιά της, να έχει ρόλο παθητικό. Όμως το να υποτάξω μια αρσενική γκόμενα και να γίνω ο γαμιάς της, να γίνω δηλαδή ο γαμιάς κάποιου που από την φύση του είναι προορισμένος για να είναι και ο ίδιος γαμιάς, αυτό με ερεθίζει σε βαθμό απίστευτο, με κάνει να αισθάνομαι δύο φορές γαμιάς, δύο φορές αρσενικός» . Δεν πίστευα στα αυτιά μου, δεν πίστευα, ούτε καν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα ποτέ να εμπλακώ σε μια τέτοιου είδους συζήτηση και μάλιστα με συνομιλητή τον καλύτερό μου φίλο να μου λέει πόσο πολύ γκόμενα είμαι. « Φυσικά»  συνέχισε εκείνος
« δεν σε βλέπω μόνο σαν ένα κομμάτι κρέας, δεν με ενδιαφέρει μόνο το μουνί σου» , «Βασίλη, τι λές;  δεν έχω μουνί!»  τον διέκοψα αμέσως μα εκείνος μου έκανε νόημα με το χέρι να μη τον διακόπτω και μου εξήγησε: «εννοείται ρε φίλε ότι δεν έχεις μουνί, λες να μη το ξέρω, για τον κώλο σου μιλάω, αλλά με ερεθίζει πολύ να τον λέω έτσι, αφού εσένα σε σκέφτομαι σαν γκόμενα λογικό είναι να σκέφτομαι και τον κώλο σου σαν αντρικό μουνί. Να σε πηδήξω θέλω, τι λες να με ενδιάφέρει, ο πούτσος σου και τα αρχίδια σου;». « ΟΚ, καταλαβαίνω πώς το βλέπεις»  του έκανα εγώ κι εκείνος συνέχισε:  «μου αρέσεις γενικά ως άνθρωπος, είμαι ερωτευμένος μαζί σου και θέλω να σου κάνω ό,τι κάνει ένας άντρας στην κοπέλλα του». «Βασίλη, εγώ δεν είμαι κοπέλλα». «Είσαι αρρενωπός, το ξέρω. Σου είπα ότι αυτό με ερεθίζει διπλά. Να σε βάλω κάτω και να σε κάνω κοπέλλα μου στο σεξ δεν σημαίνει ότι είσαι κοπέλλα σαν άνθρωπος, άντρας είσαι φυσικά και άντρας θα παραμείνεις. Μόνο στο κρεβάτι θα είσαι η κοπέλλα μου». «Βασίλη, ακούς τι λές; Είναι δυνατόν να με ευχαριστεί στο κρεβάτι αυτό που ευχαριστεί μια κοπέλλα;». «Γιατί όχι; Με όσες κοπέλες είχα σχέση όποτε τις γαμούσα για πρώτη φορά από την κωλοτρυπίδα, μου το ζητούσαν μετά συνέχεια. Ειδικά η Δήμητρα, θυμάσαι που σου έλεγα ότι θα την γαμήσω από τον κώλο; Πριν τον φάει από πίσω μου έκανε την δύσκολη, στο τέλος την κατάφερα να δοκιμάσει. Σε πληροφορώ ότι μετά ή ίδια άφησε το μουνί της σε δεύτερη μοίρα και κάθε φορά που το κάναμε μου ζητούσε να της το βάζω από πίσω. Αν λοιπόν αυτό αρέσει τόσο πολύ στις γυναίκες γιατί να μην αρέσει και στους άντρες; Ο πρωκτός είναι ίδιος και για τα δύο φύλα». Ομολογώ ότι μπροστά σ’ένα τόσο αφοπλιστικό επιχείρημα προς στιγμήν πίστεψα ότι δεν θα μπορούσα να απαντήσω τίποτε, γρήγορα όμως σκέφτηκα μια ακόμη αφοπλιστικότερη απάντηση: «Άρα θα σου αρέσει κι εσένα να τον πάρεις από πίσω;». Ο Βασίλης γέλασε αμέσως γέρνοντας το πρόσωπο προς τα πίσω. «Καλή η προσπάθεια φιλάρα» είπε «αλλά νομίζω πως είναι κάτι παραπάνω από εμφανές και στον πλέον αδαή ποιος από τους δυό μας θα είχε τον ρόλο του μπήχτη σε μια ενδεχόμενη μεταξύ μας σχέση». Δεν είχε άδικο…

2 σχόλια: